- φυτοτεχνία
- ηη τέχνη της καλλιέργειας των φυτών, η φυτοκομία (πρβλ. ζωοτεχνία), η επιστήμη της βιομηχανικής χρησιμοποίησης των φυτών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φυτοτεχνία — η, Ν (γεωπ.) σύνολο επιστημών και τεχνικών που μελετούν τις διαδικασίες παραγωγής καλλιεργούμενων φυτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυτό + τεχνία (< τέχνης < τέχνη), πρβλ. ζωο τεχνία. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στον Ξενοφ. Ζύγουρα] … Dictionary of Greek
φυτοκομία — η η τέχνη του φυτοκόμου (βλ. λ.), η επιστημονική καλλιέργεια των φυτών, η φυτοτεχνία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)